φοδραρίζω

φοδραρίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φοδραρίζω" в других словарях:

  • φοδραρίζω — Ν φοδράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοδράρω, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • φοδραρίζω — βλ. φοδράρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοδράρισμα — το, Ν [φοδραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φοδραρίζω, ράψιμο φόδρας 2. εσωτερική επένδυση …   Dictionary of Greek

  • φοδράρω — και φοδραρίζω (λ. ιταλ.), φοδράρισα και φόδραρα, φοδραρίστηκα, φοδραρισμένος, μτβ. 1. επενδύω εσωτερικά με φόδρα ρούχο: Το γελεκάκι που φορείς... το χω φοδραρισμένο. 2. επενδύω εσωτερικά οτιδήποτε: Κιβώτιο φοδραρισμένο με τσίγκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»